''Το Τροχόσπιτο''

 

Κρακ. Ένας σχεδόν ανεπαίσθητος ήχος έσκισε σα μαχαίρι τη νυχτερινή σιγαλιά. Ο γυμνός άνδρας άνοιξε μεμιάς τα μάτια του και τα κάρφωσε στο πηχτό σκοτάδι που απλωνόταν έξω από το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο του τροχόσπιτου.

Στάθηκε ακίνητος, κρατώντας την ανάσα του κι αφουγκράστηκε τη σιωπή που είχε τυλίξει το κατάλυμά του, ένα τροχόσπιτο που, εκ πρώτη όψεως, έμοιαζε εγκαταλελειμμένο. Το είχε βρει δυο χρόνια πριν παρατημένο, θαμμένο σχεδόν κάτω από ένα σεντόνι πεσμένων φύλλων, στην καρδιά του δάσους κι αμέσως ένιωσε να βρίσκει το σπίτι που δεν είχε ποτέ. Ήταν ο καιρός που πρωτοήρθε στην περιοχή, η εποχή που πρωτοαντίκρυσε τη λίμνη κι η γαλήνη της τον έκανε να πάρει την απόφαση να μείνει.

Από τότε, από τη μέρα που έσπασε το προχειροβαλμένο λουκέτο της πόρτας του, αφού πρώτα είχε αφαιρέσει με την αναστροφή της παλάμης του ένα μικρό κομμάτι σκόνης που του επέτρεψε να κοιτάξει στο εσωτερικό του και να βεβαιωθεί πως κανένα ζευγάρι μάτια δεν τον κοιτούσε από τη μέσα μεριά, από εκείνη λοιπόν τη μέρα, αυτό το τροχόσπιτο έγινε το πρώτο και το τελευταίο του σπίτι.

Τον πρώτο καιρό φοβόταν πως οι πραγματικοί του ιδιοκτήτες θα έκαναν κάποια στιγμή την εμφάνισή τους για να διεκδικήσουν την περιουσία τους κι αυτό δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και κανένας αγριεμένος ιδιοκτήτης δεν έφτανε στο σκονισμένο κατώφλι του, τόσο του γεννιόταν η ψευδαίσθηση πως το τροχόσπιτο ήταν ανέκαθεν δικό του.

Κι έτσι χαλάρωσε κι εστίασε στα βασικά, στο πως θα διαμόρφωνε το χώρο ώστε να γίνει κατοικήσιμος και κυρίως στο πως θα έκανε το τροχόσπιτο λιγότερο «ορατό», γιατί σκέφτηκε πως, όπως εκείνος το είδε ενώ διέσχιζε το δάσος, το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με άλλους. Κι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε. Έτσι, αποφάσισε να αφήσει το εξωτερικό του ακριβώς όπως το είχε βρει, καμουφλαρισμένο κάτω από τον σωρό των φύλλων. Άλλωστε, σκέφτηκε, τα δέντρα που το περιβάλλαν μπορεί τώρα να ήταν γυμνά, ήταν ακόμα καταχείμωνο, όμως οι ανοιξιάτικες φορεσιές τους θα έκρυβαν επαρκώς το τροχόσπιτο από τα αδιάκριτα βλέμματα. Κι όντως, οι πράσινες φυλλωσιές που το τύλιξαν την Άνοιξη που ακολούθησε, δημιούργησαν μια φυσική κρυψώνα, μετατρέποντάς το από ένα σκουριασμένο τρέιλερ στον επίγειο παράδεισο του άγνωστου άνδρα, γιατί σίγουρα στον επουράνιο δεν του αναλογούσε κομμάτι.

Το δεύτερο πράγμα που έκανε τις πρώτες ώρες διαμονής του, ήταν να χαρτογραφήσει τη γύρω περιοχή. Έπρεπε να ξέρει με κάθε λεπτομέρεια τι υπήρχε τριγύρω, να εντοπίσει και να καταγράψει στο νου του κάθε πιθανή έξοδο διαφυγής, αν και το ήξερε κι ο ίδιος πως, αυτό από το οποίο κρυβόταν, κατοικούσε ήδη μέσα του. Από τις ενοχές, δεν υπήρχε δυστυχώς κανένας τρόπος να ξεφύγει.

Κάνοντας το γύρο του τροχόσπιτου, αφού είχε αφήσει τον ξεφτισμένο σάκο με τα λιγοστά υπάρχοντά του στο σκονισμένο του πάτωμα, παρατήρησε πως ακριβώς πίσω του, εκτεινόταν ένα τεράστιο δάσος με πανύψηλα φυλλοβόλα δέντρα με τα κλαδιά τους μπλεγμένα, σαν γυμνά σώματα που είχαν αγκαλιαστεί από συστολή. Αριστερά του δάσους, υπήρχε ο μοναδικός δρόμος που θα μπορούσε να σε φέρει σε αυτό το σημείο, ο οποίος κατέληγε σε ένα αναψυκτήριο, πόλο έλξης τουριστών, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες. Παρόλα αυτά, το αναψυκτήριο βρισκόταν αρκετά μακριά από την κρυψώνα του κι αυτό τον καθησύχαζε, εν μέρει. Αν κάποιος πήγαινε με αυτοκίνητο ως εκεί, σίγουρα θα τον άκουγε. Αν όμως κάποιος ερχόταν πεζός, μέσα από το δάσος κι όχι από το δρόμο; Αυτό ναι, ήταν ανησυχητικό, αλλά το τροχόσπιτο είχε παράθυρα παντού, θα είχε το νου του.

Προχωρώντας προς τα δεξιά, έφτασε στην απόκρημνη ακτή της λίμνης, η οποία σχημάτιζε ένα φυσικό «Γ», κλείνοντας στη γωνία του το τροχόσπιτο, προσφέροντας του μια υπέροχη θέα και συνάμα μηδαμινές πιθανότητες απόβασης κάποιου υδάτινου εισβολέα. Στα λίγα μέτρα από το καταφύγιό του, απλωνόταν ένας κόσμος απαράμιλλης ομορφιάς, όλος δικός του, ειδικά τώρα το χειμώνα, που κανένας δεν είχε τη διάθεση να πάει ως εκεί. Ο άγνωστος άνδρας αναστέναξε ανακουφισμένος και σκέφτηκε πόσο όμορφο θα είναι να ξυπνάει και το πρώτο πράγμα που αντικρύζει να είναι η λίμνη και  τα ασημένια της παιχνιδίσματα με τον ήλιο.

Πράγματι, ακολούθησαν πολλά τέτοια πρωινά, με τον πρώτο ήλιο της ημέρας να τρυπώνει ανενόχλητος από τις γρίλιες του παραθύρου και να χαϊδεύει τα αξύριστα μάγουλα του άνδρα, που ξυπνούσε χαμογελαστός, συνειδητοποιώντας πως έζησε για να δει ακόμα μια μέρα να ξημερώνει, νιώθοντας σχεδόν ντροπή για αυτές τις στιγμές ανείπωτης ομορφιάς που του επεφύλασσε η ζωή και που ο ίδιος ένιωθε πως δεν τις άξιζε. Κι όσο ο καιρός περνούσε και κανένας δεν τον ενοχλούσε, ο άγνωστος άνδρας άρχισε να νιώθει λες και κατοικούσε εκεί μια ολόκληρη ζωή.

Άρχισε να κάνει πρωινούς περιπάτους, χωμένος βαθιά μέσα στην κοιλιά του δάσους, αναπνέοντας το οξυγόνο και την απαλή μυρωδιά που ανέδιδε το νοτισμένο χώμα και που, αν τον ρωτούσες, θα σου έλεγε πως αυτό ήταν το άρωμα της ευτυχίας. Έπειτα, έπινε τον καφέ του σε μια θαμπή εμαγιέ κούπα που βρήκε στην κουζίνα του τροχόσπιτου, καθισμένος σε μια καρέκλα που την είχε στρέψει προς τον ήλιο, έτσι ώστε να τον ζεσταίνει και να τον εξαγνίζει ταυτόχρονα. Κι υπήρχαν μέρες που πίστευε πως οι πόροι του είχαν ποτίσει τόσο ήλιο, που εξαφάνισαν το σκοτάδι της ψυχής του. Υπήρχαν μέρες που ψάρευε στην ακτή της λίμνης, ατενίζοντας τα απέναντι βουνά, αγέρωχα, οι μοναδικοί σιωπηλοί του φίλοι κι ένιωθε ευλογημένος για αυτή τη σιωπή που μοιραζόταν μαζί τους.

Άλλοτε πάλι, όταν οι προμήθειές του τελείωναν, κατέβαινε δειλά ως το παντοπωλείο του χωριού με ένα ξεχαρβαλωμένο ποδήλατο, κλεμμένο από την είσοδο του αναψυκτήριου, φορώντας ένα καπέλο χαμηλά ως τα μάτια. Αγόραζε τα απολύτως απαραίτητα, πράγματα που θα κρατούσαν καιρό, πλήρωνε πάντα με μετρητά κι αυτή ήταν η μόνη κοινωνική συναναστροφή που επέτρεπε στον εαυτό του, μια δυο φορές το μήνα.

Τις υπόλοιπες μέρες τις περνούσε ολομόναχος, στην απόλυτη σιωπή, αναλογιζόμενος όλα αυτά που είχε διαβάσει για τη μοναξιά. «Αλίμονο σε όποιον ζει στην έρημο και θυμάται τον κόσμο» , είχε πει ο Καζαντζάκης, έτσι κι εκείνος άρχισε πια να ξεχνάει το παρελθόν του, να απεκδύεται τον παλιό του μιαρό εαυτό και να συντηρεί την ψευδαίσθηση πως, όπως εκείνος δεν ενδιαφερόταν πλέον για τον κόσμο, έτσι κι ο κόσμος θα είχε πάψει από καιρό να ενδιαφέρεται για αυτόν. Με το πέρασμα του χρόνου, πίστεψε πως κανένας δεν θα τον αναζητήσει πια, έπαψε να νιώθει ότι κρύβεται, έπαψε να φοβάται. Είχε ξεχάσει όμως πως όταν ανοίγεις την πόρτα στο κακό μια φορά, εκείνο θα σε βρει, όπου κι αν κρυφτείς.

Κρακ, Κρακ. Τώρα πια ήταν σίγουρος. Το κακό τον είχε βρει και βάδιζε προς το μέρος του θρυμματίζοντας τα ξερόκλαδα που έντυναν το δασικό μονοπάτι. Τελικά ήρθε από το δάσος κι ας είχε το νου του. Χωρίς να κουνηθεί, πήρε μερικές βαθιές ανάσες κι έπειτα κρέμασε τα πόδια του στο παγωμένο πάτωμα. Έτσι θα υποδεχόταν το θάνατο, γυμνός, όπως όταν κολυμπούσε στη λίμνη, γυμνός όπως όταν άφηνε τον ήλιο να χαϊδέψει το γερασμένο του κορμί, γυμνός, όπως τότε που εκείνη ζητούσε βοήθεια και τον εκλιπαρούσε να σταματήσει.

Σηκώθηκε και βάδισε αργά ως την είσοδο του τροχόσπιτου. Στάθηκε ακριβώς μπροστά στην πόρτα. Τα βήματα πλησίαζαν. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο, μόνο αυτό το κρακ κρακ κι η καρδιά του που σφυροκοπούσε κάτω από το χλωμό του δέρμα. «Είμαι έτοιμος» ψέλλισε στον εαυτό του και στύλωσε το βλέμμα στην πόρτα. Τα βήματα σταμάτησαν ακριβώς απ’ έξω. Ο άγνωστος άνδρας πήρε μια βαθιά ανάσα, σχεδόν ανακουφιστική και φώναξε «Σε περίμενα».  Η πόρτα άνοιξε με ένα στριγκό ήχο, πρώτα πρόβαλε η κάνη ενός όπλου κι ύστερα δυο μαύρα μάτια.

Ο άγνωστος άνδρας άνοιξε τα χέρια του, σαν να ετοιμαζόταν να αγκαλιάσει το δολοφόνο του. Η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι. Έτσι ακριβώς όπως το είχε φανταστεί. Δεν ένιωσε πόνο, μόνο ένα στιγμιαίο κάψιμο κι ύστερα τα πάντα έσβησαν. Ο άγνωστος άνδρας αφέθηκε να πέσει στο κενό, στο έρεβος που απλωνόταν μπροστά του, βέβαιος πως ο θάνατός του δεν ήταν το τέλος, αλλά η αρχή. Ευτυχώς για εκείνον, δε θα ζούσε για να δει τη συνέχεια.

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τριαντάφυλλα Επί Πιστώσει, Elsa Triolet

Μόνο η νύχτα, John Williams

Ο Ιππόκαμπος, Αντώνης Μυλωνάκης